- βγήκε
- излегол
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
βγαίνω — βγήκα, βγαλμένος 1. αφαιρούμαι, αποσύρομαι: Βγήκε το τακούνι μου. 2. ανατέλλω, εμφανίζομαι, αναδύομαι: Ξημέρωσε, σε λίγο θα βγει ο ήλιος. 3. δημοσιεύομαι, εκδίδομαι: Οι πρωινές εφημερίδες άργησαν να βγουν σήμερα. 4. αναδεικνύομαι, εκλέγομαι: Δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Qui aime bien châtie bien — Données clés Titre original Το Ξύλο Βγήκε Απ τον Παράδεισο (To Xylo vyike ap ton paradiso) Réalisation Alékos Sakellários Scénario Alékos Sakellários … Wikipédia en Français
βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… … Dictionary of Greek
κλαρί — το (Μ κλαρί[ν]) 1. κλάδος δέντρου ή θάμνου, κλαδί 2. δέντρο νεοελλ. 1. (περιλπτ.) δάσος, λόγγος 2. στον πληθ. τα κλαριά άγρια δέντρα και θάμνοι 3. φρ. «βγήκε στο κλαρί» α) (στο παρελθόν) βγήκε στην παρανομία, ανέβηκε στο βουνό, έγινε κλέφτης β)… … Dictionary of Greek
άβγαλτος — και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που δεν βγήκε ή δεν μπορεί να βγει από τη θέση του 2. αυτός που δεν έχει βγει έξω από τα όρια ενός χώρου ή μιας περιοχής, ο αταξίδευτος 3. αυτός που δεν φύτρωσε, ο αφύτρωτος 4. αυτός που δεν εκκολάφθηκε ακόμη 5. (για … Dictionary of Greek
απανωλαδιά — κ. πανωλαδιά, η 1. λάδι ή άλλο λιπαρό ρευστό στην επιφάνεια άλλου υγρού ή φαγητού 2. φρ. «βγήκε απανωλαδιά» βγήκε λάδι, κατόρθωσε να κρύψει την ενοχή του 3. καλή σοδειά λαδιού … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
Βεάκης, Αιμίλιος — (Πειραιάς 1884 – Αθήνα 1951). Ηθοποιός του θεάτρου, από τους σημαντικότερους του 20ού αι. Μικρός έμεινε ορφανός και μεγάλωσε στα χέρια στοργικών συγγενών του, ενώ νωρίς αισθάνθηκε κλίση προς το θέατρο και τη ζωγραφική. Το 1900, προτού καν… … Dictionary of Greek